- γλυκολάλημα
- το και γλυκολαλιά, η1. γλυκιά ευχάριστη ομιλία2. (για πουλιά) γλυκοκελάδημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκολάλημα — το το ευχάριστο λάλημα, το γλυκοκελάηδημα: Με ηρεμεί το γλυκολάλημα του αηδονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκολαλιά — η το γλυκολάλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)